- θερινοποίηση ή καλοκαιρινός λήθαργος
- Είδος νάρκης στην οποία καταφεύγουν το καλοκαίρι πολλοί φυτικοί και ζωικοί οργανισμοί για να αντιμετωπίσουν την ξηρασία, την απώλεια υγρασίας και τη μειωμένη παρουσία τροφής. Κατά τη διάρκειά της ο ρυθμός αύξησης του οργανισμού μειώνεται αισθητά και ειδικοί βιοχημικοί ή άλλου είδους μηχανισμοί (π.χ. έκκριση προστατευτικού καλύμματος) αποτρέπουν την απώλεια ύδατος. Χαρακτηριστικά παραδείγματα θ. είναι ο ύπνος των σαλιγκαριών το καλοκαίρι, η διάπαυση των εντόμων και η φυλλοβολία ορισμένων δέντρων της εύκρατης ζώνης.
Dictionary of Greek. 2013.